- σινδών
- -όνος, ἡ και ὁ, ΜΑ1. λεπτό λινό ύφασμα2. σεντόνι κρεβατιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σημιτικό δάνειο που συνδέται με ακκαδ. saddinu / sattinu και εβρ. sādīn «λινό μεσοφόρι, είδος πουκάμισου», παρά τον δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ι- και την εμφάνιση έρρινου προσφύματος -ν-. Εξάλλου, από την Ελληνική δανείστηκε τη λ. και η Λατινική, πρβλ. λατ. sindon, καθώς και τους νεώτερους τ.: ιταλ. zendale, γερμ. Zindel «είδος ταφτά»].
Dictionary of Greek. 2013.